- κυρήσας
- κυρήσᾱς , κυρέωhitaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek